- ἰλαρχία
- ἰλαρχίᾱ , ἰλαρχίαcontingent of eight elephantsfem nom/voc/acc dualἰλαρχίᾱ , ἰλαρχίαcontingent of eight elephantsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλαρχία — ἰλαρχία, ἡ (Α) [ίλαρχος] ίλη οκτώ ελεφάντων … Dictionary of Greek
ἰλαρχίαις — ἰλαρχία contingent of eight elephants fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιλαρχία — η στρ. μονάδα τού ελληνικού ιππικού στο παρελθόν, δύναμη ίση προς μισή ίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ιλαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek